Ὕδναι

Ὕδναι
Ὕδνη
fem nom/voc pl (doric)
Ὕδνᾱͅ , Ὕδνη
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Υδατοσύδνη — ἡ, Α όνομα μιας από τις Νηρηίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μιας από τις Νηρηίδες, η οποία εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, ὕδατος και ως δεύτερο συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. ύδνη, ο οποίος απαντά και στη λ. ἁλοσύδνη* και συνδέεται, κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • αλοσύδνη — ἁλοσύδνη, η (Α) αυτή που γεννήθηκε από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν, η θαλασσογεννημένη (κυρίως ως επίθετο τών Νηρηίδων και τής Θέτιδος). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. < ἅλς, ός + ὐδνη < θ. τής λ. ὕδωρ. Η ετυμολογική συσχέτιση τής… …   Dictionary of Greek

  • ύδνης — (I) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εἰδώς, ἔμπειρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τής λ. ὕδης]. (II) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ ὕδναι «ἔγγονοι, σύντροφοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά, κατά μία άποψη, ως β συνθετικό στους τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”